χνούδισμα

χνούδισμα
το, -ατος
η αφαίρεση του χνουδιού, ξεχνούδισμα, απόσπαση του χνουδιού από το πρόσωπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χνούδισμα — το, Ν [χνουδίζω] αφαίρεση τού χνουδιού …   Dictionary of Greek

  • χνούδιασμα — το, Ν [χνουδιάζω] 1. ο σχηματισμός χνουδιού σε μία επιφάνεια 2. χνούδισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”